Κυριακή 24 Αυγούστου 2014

Πατρίς, θρησκεία, αιματοχυσία

Γράφει ο ΙΟΣ

ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΕΝΟΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΗΡΩΑ


Η αναζωπύρωση του πολέμου στη Μεσοποταμία μετά την πρόσφατη προέλαση των ανταρτών του Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και του Λεβάντε (ISIS) ίσως αποδειχτεί καθοριστική για τη δρομολόγηση ενός νέου Ψυχρού Πολέμου. Με τον Ομπάμα ν’ αντιμετωπίζει κατηγορίες περί εθνικής μειοδοσίας επειδή απέσυρε τα κατοχικά στρατεύματα των ΗΠΑ και «παρέδωσε τη χώρα στους ισλαμιστές», οι προοπτικές της νέας αμερικανικής (ακρο)δεξιάς ενισχύονται αισθητά. Οπως ακριβώς συνέβη το 1980, όταν η ισλαμική επανάσταση του Ιράν και η σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν «απαντήθηκαν» με την εκλογική νίκη των Ρέιγκαν-Μπους και τον ενταφιασμό της Υφεσης, φέρνοντας την ανθρωπότητα στο χείλος του πυρηνικού ολοκαυτώματος.


Η απροκάλυπτη καταπίεση του ISIS σε βάρος των θρησκευτικών μειονοτήτων της επικράτειάς του (χριστιανών και δήθεν «σατανιστών» της ζωροαστρικής κοινότητας των Γεζίντι) ευνοεί, φυσικά, την προπαγανδιστική διόγκωση της ισλαμικής απειλής. Ομως ο ισλαμικός εξτρεμισμός δεν παίζει μόνος του στο γήπεδο. Στην περίπτωση ιδίως του Ιράκ, εξίσου κρίσιμος αποδείχθηκε ο φονταμενταλισμός της υπ’ αριθμόν ένα χριστιανικής υπερδύναμης.

Μια εξαιρετικά εύγλωττη αποτύπωση αυτού του τελευταίου παρουσιάζουμε σήμερα: τα απομνημονεύματα «του πλέον θανατηφόρου ελεύθερου σκοπευτή της αμερικανικής στρατιωτικής ιστορίας», Κρις Κάιλ, από τις τέσσερις διαδοχικές θητείες του στο Ιράκ μεταξύ 2003 και 2008. Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2012 κι αμέσως σκαρφάλωσε στην πρώτη θέση του καταλόγου «ευπώλητων» των «New York Times», ξεπερνώντας το 1.000.000 αντίτυπα. Πέρσι τον χειμώνα ήταν το μόνο μη λογοτεχνικό έργο που μπορούσε ν’ αγοράσει κανείς στο πολυσύχναστο αεροδρόμιο του Ορλάντο κι ένα από τα ελάχιστα που διακινούνταν σ’ εκείνο της Φιλαδέλφειας. Μονοπωλιακή προώθηση που εξηγεί -εν μέρει τουλάχιστον- την επιτυχία του, δίχως όμως ν’ αναιρεί την πραγματικότητα των σχετικών ιδεολογικών εγχαράξεων.

Πρόκειται άλλωστε για το επιτυχέστερο μεν, όχι όμως και το μοναδικό δείγμα του είδους. Οπως πληροφορούμαστε από σχετικό δημοσίευμα («New York Times» 18/3/2012), την τελευταία τριετία έχει σημειωθεί πραγματική εκδοτική έκρηξη αυτοβιογραφιών βετεράνων του Ιράκ και του Αφγανιστάν, επικεντρωμένων στην προβολή μιας «θετικής» εικόνας αυτών των πολέμων, ως απάντηση στην «γκρίνια», την ηττοπάθεια και τον «ακαδημαϊσμό» των ΜΜΕ και της σοβαρής σχετικής βιβλιοπαραγωγής. Το αναγνωστικό τους κοινό προέρχεται κυρίως από τη «βαθιά Αμερική», ιδίως την ύπαιθρο, και συχνά απαρτίζεται από ανθρώπους που δεν έχουν ξαναπιάσει βιβλίο μετά το σχολείο. Η ασπρόμαυρη εικόνα του κόσμου που σκιαγραφείται στις σελίδες τους έρχεται να επιβεβαιώσει τα αντίστοιχα απλοϊκά στερεότυπα μιας κοσμοαντίληψης δομημένης γύρω από το τρίπτυχο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» και μια πρωτόγονη απέχθεια για «τους πολιτικούς».

Για τη φιλοτέχνηση αυτής της εικόνας συνεργάζονται άλλωστε διάφοροι παράγοντες. Η προφορική αφήγηση του Κάιλ αναμορφώθηκε λ.χ. από επαγγελματία συγγραφέα πολεμικών έργων και πέρασε από προληπτική λογοκρισία του αμερικανικού υπουργείου Αμυνας – «λεπτομέρεια» που αποσιωπάται στο βιβλίο αλλά ομολογείται σε συνέντευξή του, με κατανόηση για το γεγονός ότι «το Πεντάγωνο δεν ήθελε να προσφέρει νέα προπαγάνδα στους εχθρούς της Αμερικής» («D Magazine», Απρ. 2013). Ως συνδημιουργός και συγκάτοχος των συγγραφικών δικαιωμάτων εμφανίζεται επίσης ένας δικηγόρος, επιφορτισμένος προφανώς με την προληπτική διαχείριση ποινικά προβληματικών παραδοχών του αφηγητή.


Οι ρίζες


Οπως κάθε αυτοβιογραφία, έτσι κι ο «Αμερικανός Ελεύθερος Σκοπευτής» του Κάιλ ξεκινά με μια αναδρομή στα παιδικά χρόνια. Γιος διευθυντικού στελέχους τηλεφωνικής εταιρείας στο βόρειο Τέξας (σ.9) και μιας κοινωνικής λειτουργού σε αναμορφωτήριο ανηλίκων (σ.12), ο συγγραφέας περιγράφει τον εαυτό του ως τυπικό τέκνο της αμερικανικής ενδοχώρας: «Μεγάλωσα σε μικρές πόλεις όπου έμαθα τη σημασία της οικογένειας και των παραδοσιακών αξιών όπως ο πατριωτισμός, η στήριξη στον εαυτό σου και το να προσέχεις την οικογένεια και τους γείτονές σου. Εχω ένα έντονο αίσθημα δικαιοσύνης. Ασπρο ή μαύρο. Δεν βλέπω και τόσο πολύ γκρίζο. Δεν φοβάμαι τη σκληρή δουλειά. Ταυτόχρονα, θέλω να διασκεδάζω. Η ζωή είναι πολύ σύντομη για το αντίθετο» (σ.8). Η οικογένειά του «είχε βαθιά πίστη στον Θεό» κι εκκλησιαζόταν τρεις φορές την εβδομάδα, καθώς «ο πατέρας ήταν διάκονος κι η μητέρα δίδασκε στο κατηχητικό της Κυριακής» (σ.11). Η κατήχηση αυτή καθόρισε και τα πιστεύω του: «Αν έπρεπε να βάλω στη σειρά τις προτεραιότητές μου, θα ήταν Θεός, Πατρίδα, Οικογένεια» (σ.8). Μια άλλη τοπική αξία που τον σημάδεψε ήταν η οπλοφορία: «Απέκτησα το πρώτο μου πραγματικό όπλο όταν ήμουνα 7 ή 8 χρόνων» (σ.13).

Η χριστιανική αυτή πατριωτική ταυτότητα παρήγαγε και τα κριτήρια, βάσει των οποίων ο συγγραφέας διαχώριζε εχθρούς και φίλους κατά την πολεμική του θητεία: «Στο μπράτσο μου έχω τατουάζ μ’ έναν σταυρό των σταυροφόρων. Ηθελα να ξέρουν οι πάντες πως είμαι χριστιανός. Τον έκανα κόκκινο, για το αίμα. Μισούσα τους καταραμένους τους αγρίους που πολεμούσα» (σ.250). Η προστασία της πατρίδας εκλαμβάνεται σαν διευρυμένη εφαρμογή του δικαιώματος των πολιτών της να πυροβολούν όποιον μπαίνει απρόσκλητος στο χωράφι τους – με το συλλογικό αυτό χωράφι να επεκτείνεται σ’ ολόκληρη την υφήλιο. Οι επίσημοι διπλωματικοί ισχυρισμοί αντιμετωπίζονται, αντίθετα, με περιφρόνηση: «Δεν ρίσκαρα τη ζωή μου για να φέρω τη δημοκρατία στο Ιράκ. Τη ρίσκαρα για τους συντρόφους μου, για να προστατεύσω τους φίλους και τους συμπατριώτες μου. Πήγα στον πόλεμο για τη χώρα μου, όχι για το Ιράκ. Η χώρα μου μ’ έστειλε εκεί, προκειμένου τα σκατά να μη φτάσουν ώς τις ακτές της. Ουδέποτε πολέμησα για τους Ιρακινούς. Τους έχω τελείως χεσμένους» (σ.221).

Η υπεροπτική αυτή συλλογιστική καταλήγει στα πιο ακραία στερεότυπα για την αντίπερα όχθη: «Δεν ήξερα και πολλά για το Ισλάμ. Μεγαλωμένος ως χριστιανός, ήξερα φυσικά πως υπήρξαν θρησκευτικές συγκρούσεις για αιώνες. Ηξερα για τις Σταυροφορίες [...] Ηξερα όμως επίσης πως η Χριστιανοσύνη έχει εξελιχθεί από τα μεσαιωνικά χρόνια. Δεν σκοτώνουμε ανθρώπους επειδή έχουν διαφορετική θρησκεία. Οι άνθρωποι που πολεμούσαμε στο Ιράκ ήταν φανατικοί. Μας μισούσαν επειδή δεν ήμασταν μουσουλμάνοι» (σ.98). Μαζί με το σβήσιμο των αποχρώσεων, εξαφανίζεται έτσι κάθε ερώτημα για την ταυτότητα του εχθρού: «Ποτέ δεν με απασχόλησε ιδιαίτερα ποιος ήταν ακριβώς αυτός που με σημάδευε μ’ ένα όπλο ή τοποθετούσε έναν αυτοσχέδιο εκρηκτικό μηχανισμό. Το γεγονός πως ήθελαν να με σκοτώσουν ήταν το μόνο που χρειαζόταν να ξέρω» (σ.136).


Η καριέρα




Η ζωή του Κάιλ ως πολίτη υπήρξε μάλλον άχρωμη. Μετά το Λύκειο γράφτηκε στο τοπικό Αγροτικό Κολέγιο, ασχολούμενος κυρίως με επιδείξεις στα τοπικά ροντέο. Ενα ατύχημα έθεσε ωστόσο τέρμα σ’ αυτό το «καουμπόικο λαϊφστάιλ», καταδικάζοντάς τον σε μια πεζή ζωή έμμισθου αγροεργάτη με μηνιάτικο 400 δολαρίων (σ.14-9). Η κατάταξή του στις ειδικές δυνάμεις πρόβαλε έτσι ως ελκυστική εναλλακτική λύση και στα 22 του υπέβαλε χαρτιά για τις «Φώκιες» (SEAL), τα αμερικανικά ΟΥΚ. Η αίτησή του έγινε τελικά δεκτή το 1999, πριν από τη ΝΑΤΟϊκή επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία.

Ακολούθησε σκληρή εκπαίδευση μέχρι την ένταξή του στο επίλεκτο σώμα, «τους καλύτερους των καλύτερων» (σ.196). Αναπόσπαστο μέρος της, τα άγρια καψώνια που διαμορφώνουν την πραγματική ιεραρχία: «Στην εκπαίδευση, αξιωματικοί και φαντάροι αντιμετωπίζονται όλοι το ίδιο: σαν σκατά. Απαξ και τα βγάλεις πέρα κι ενταχθείς σε μια ομάδα, είσαι “νέος”. Ξανά, όλοι οι “νέοι” αντιμετωπίζονται το ίδιο: σαν σκατά. [...] Το καψώνι θυμίζει στους πάντες πού βρίσκεται η πείρα – και σε ποιον θα πρέπει καλύτερα να στηριχτείς, όταν το σκατό χτυπήσει τον ανεμιστήρα» (σ.330-1). Ενα άλλο, άτυπο μάθημα αφορούσε τη διαχείριση των τριβών με την υπόλοιπη κοινωνία: «Ξέρω καλά ότι θα μπλέξετε σε καβγάδες», ξεκαθαρίζει ο διοικητής τους. «Να λοιπόν τι θα κάνετε: Χτυπάτε γρήγορα, χτυπάτε σκληρά και την κοπανάτε. Αν δεν πιαστείτε, δεν με νοιάζει» (σ.249).

Την τεχνική προετοιμασία επισφράγιζε η ιδεολογική καλλιέργεια. Τη νύχτα πριν από την ύστατη δοκιμασία της «διαβολοβδομάδας», οι δόκιμοι υποβάλλονται από τους εκπαιδευτές «σ’ έναν κινηματογραφικό μαραθώνιο: Black Hawk Down, Ημασταν κάποτε στρατιώτες, Braveheart» (σ.35). Στη Βαγδάτη, πάλι, ο ήρωάς μας ψυχαγωγείται «με ταινίες του Τζέιμς Μποντ, κάμποσο Κλιντ Ιστγουντ και Τζον Γουέιν» (σ.222) και περνά τα διαστήματα της απραξίας του «παίζοντας βιντεοπαιχνίδια, βλέποντας τσόντες και γυμναζόμενος» (σ.227).

Κεντρική ιδέα του βιβλίου είναι η ένοπλη συντροφικότητα που καθιστά τους SEAL τουλάχιστον αδέρφια. Η ιδανική αυτή εικόνα διαψεύδεται ωστόσο από παρεμπίπτουσες αφηγήσεις, όπως εκείνη της περικύκλωσης της βενζινακάτου του συγγραφέα, εν ώρα εκπαίδευσης, από ένα κοπάδι πεινασμένα σκυλόψαρα: «Χριστέ κι Απόστολε, σκέφτηκα, όπου να ’ναι θα φαγωθώ. Συνοδός μου στη βάρκα ήταν ένας τύπος μάλλον στρουμπουλός, τουλάχιστον για SEAL. “Αν τουμπάρουμε”, τον προειδοποίησα, “θα σε πυροβολήσω. Οι καρχαρίες θα έχουν έτσι κάτι να μασουλάνε, όσο θα κολυμπώ προς την ακτή”. Περιορίστηκε να με βρίσει. Νομίζω ότι σκέφτηκε πως αστειευόμουν. Δεν αστειευόμουν» (σ.127).


Ο πόλεμος


Το βάφτισμα του πυρός ήρθε την άνοιξη του 2003, με την εισβολή στο Ιράκ. Η μονάδα του Κάιλ είχε μάλλον περιορισμένη συμμετοχή, δίνοντας μία και μοναδική μάχη και προκαλώντας τη δυσφορία του για τον ρόλο εφεδρείας που της επιφυλάχθηκε: «Οι Πολωνοί κομάντος έβγαιναν κι έκαναν δουλειές. Μας έλεγαν πως είμαστε λιοντάρια με ηγέτες σκύλους. Οι πεζοναύτες ήταν ωμότεροι. Ερχονταν κάθε βράδυ και μας πλακώνανε: “Πόσους φάγατε απόψε; Α, ναι, δεν βγήκατε”. Μας είχανε σπάσει τ’ αρχίδια. Σκεφτόμουνα πως η ηγεσία μας ήταν ένα μάτσο μουνιά» (σ.103). Πρόλαβε πάντως να κάνει τον πρώτο του φόνο, πυροβολώντας στη Νασιρίγια μια γυναίκα που, όπως υποστηρίζει, ετοιμαζόταν να ρίξει χειροβομβίδα σε περίπολο πεζοναυτών (σ.1-4). Διευκρινίζει, επίσης, πως «οι κανόνες εμπλοκής μας όταν ξεκίνησε ο πόλεμος ήταν απλοί: αν δεις οποιοδήποτε αρσενικό μεταξύ 16 κι 65 ετών, πυροβόλησέ τον» (σ.90). Από τις επαφές του με Βρετανούς συμπολεμιστές διαπίστωσε, τέλος, πως οι Αγγλοι «μιλάνε τα αγγλικά με αστείο τρόπο» (σ.88).

Η δεύτερη θητεία του ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2004, όταν επέστρεψε στη Βαγδάτη ως πλοηγός μιας ομάδας Πολωνών κομάντος (GROM) επιφορτισμένων με συλλήψεις αντιστασιακών: «Νωρίς το πρωί ανατινάζαμε την πόρτα του [υπόπτου], χιμούσαμε και τον παίρναμε προτού προλάβει να σηκωθεί από το κρεβάτι του» (σ.207-8). Στη διάρκεια μιας τέτοιας επιχείρησης, θυμάται, οι ένοικοι του σπιτιού «έμοιαζαν τρομαγμένοι μέχρι θανάτου» (σ.140-1). Αντίσταση συνάντησε μία και μοναδική φορά: «Ενας τύπος θέλησε να παλέψει καθώς μπουκάραμε. Δυστυχώς γι’ αυτόν, δεν είχε παρά τις γυμνές γροθιές του. Αντιμέτωπος μ’ ένα απόσπασμα στρατιωτών, όλοι βαριά οπλισμένοι και με προστατευτική πανοπλία. Οι GROM τον ανέλαβαν στα γρήγορα. Ενα καθίκι λιγότερο στη λίστα των καταζητουμένων» (σ.141).

Η πραγματική κλιμάκωση ήρθε τον Νοέμβριο, με τη συμμετοχή του ως ελεύθερου σκοπευτή στην εκκαθάριση της Φαλούτζα. Ευθύς εξ αρχής, η είδηση τον ενθουσιάζει: «Θα σκοτώσουμε μεγάλες ποσότητες κακών» (σ.150). Παρομοιάζει μάλιστα τη μονάδα του με «περιοδεύον ροκ συγκρότημα που στήνει επαρχιακό σόου», αλλά με «πολύ σοβαρά πυροτεχνήματα» (σ.153-4). Καθ’ οδόν προς την πόλη, τα θωρακισμένα «κονσερβοκούτια» της «ξεχειλίζουν από αδρεναλίνη» (σ.156).

Η επιχείρηση ξεκίνησε με την κατάληψη ενός ψηλού κτιρίου στα προάστια, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως εστία ελεύθερων σκοπευτών: συγκέντρωση των (εκατοντάδων) κατοίκων του, υποβολή των ανδρών σε «τεστ πυρίτιδας», σύλληψη των «υπόπτων» κι απόλυση των «καθαρών» μ’ ένα φιλοδώρημα 300 δολαρίων και διορία λίγων λεπτών για να εγκαταλείψουν οικογενειακά τις εστίες τους (σ.159-60). Μετά την εκκένωση, ο συγγραφέας ερευνά τα διαμερίσματα για «κανένα καλό πράμα (λεφτά, όπλα, εκρηκτικά)», με μοναδικό αξιόλογο εύρημα «ένα παιχνίδι γκολφ χειρός» (σ.160-1). Η συνέχεια περιγράφεται με προσχηματικό υποθετικό λόγο, κατ’ απομίμηση της διαβόητης αυτοβιογραφικής παραδοχής («I did it») του Ο. Τζ. Σίμπσον: «Δεν είχα άδεια να το πάρω, ούτε το πήρα, επισήμως. Αν το είχα πάρει, θα έπαιζα μαζί του στη διάρκεια όλης της θητείας μου. Αν το είχα κάνει, αυτό θα εξηγούσε το γεγονός πως είμαι όντως αρκετά καλός σ’ αυτό το παιχνίδι τώρα» (σ.161).

Ο άντρας και το αίμα


Αστεία πράγματα, έτσι κι αλλιώς, σε σχέση με την απροκάλυπτη δίψα για αίμα που ξεχειλίζει στις επόμενες σελίδες: «Κοιτώντας από το παράθυρο, είχα άγχος ν’ αρχίσει η μάχη. Ηθελα έναν στόχο. Ηθελα να πυροβολήσω κάποιον. Δεν χρειάστηκε να περιμένω και πολύ» (σ.162). «Ισως ο πόλεμος δεν είναι στ’ αλήθεια διασκέδαση», ομολογεί, «σίγουρα όμως τον απολάμβανα» (σ.218). Η εξοικείωση με τον φόνο επιτρέπει τη διαπίστωση ότι «τα δολάρια των φορολογουμένων έπιασαν τόπο», όταν με μία μόνο βολή σκοτώνει δύο Ιρακινούς (σ.336). Ακόμη πιο εύγλωττη είναι η ρητή σύνδεση της δολοφονικής δράσης με τον πατριωτισμό και, κυρίως, τον ανδρισμό του:

«Ο κόσμος με ρωτά όλη την ώρα, “πόσους ανθρώπους σκότωσες;”. Η μόνιμη απάντησή μου είναι: “Aραγε η απάντηση με κάνει λιγότερο ή περισσότερο άντρα;”. Ο αριθμός δεν έχει σημασία για μένα. Το μόνο που επιθυμώ είναι να είχα σκοτώσει περισσότερους. Οχι για να έχω δικαίωμα να καυχιέμαι, αλλά γιατί πιστεύω πως ο κόσμος θα ήταν καλύτερος δίχως αγρίους που αφαιρούν αμερικανικές ζωές» (σ.4-5).

Στην πραγματικότητα, βέβαια, ο αριθμός «μετρούσε». Αν μη τι άλλο, η προσωπική μυθολογία του Κάιλ στηρίζεται στους 160 υπηρεσιακά επιβεβαιωμένους φόνους του. Ο εκατοστός, το 2006 στο Ραμάντι, περιγράφεται σαν «ένα τεράστιο ορόσημο» της καριέρας του (σ.302), με όρους σχολικού αγώνα: «Υπήρχε ένας ανταγωνισμός ανάμεσα σ’ εμένα και κάποιους άλλους ελεύθερους σκοπευτές, ποιος θα πιάσει τους περισσότερους φόνους», εξηγεί, παρ’ όλο που αυτοί οι αριθμοί «ήταν περισσότερο συνάρτηση του πόσους στόχους είχαμε στη διάθεσή μας. Σαν την τύχη, όταν τραβάς κλήρο» (σ.302). Ο ίδιος αποδίδει έτσι την «εκτίναξη της επίδοσής του» σε καθαρή σύμπτωση («ξαφνικά, φαινόταν να έχω όλους τους βρομερούς κακούς της πόλης να περνάνε μπροστά από το σκόπευτρό μου»), οι συμπολεμιστές του είχαν όμως διαφορετική γνώμη: «“Ναι, τον ξέρω τον Κρις. Εχει ένα μικρό τουφεκάκι χαραγμένο στην άκρη της διόπτρας του. Οποιον βλέπει, είναι εντός των κανόνων εμπλοκής”» – που, τυπικά, επέτρεπαν τον φόνο μόνον ένοπλων πολιτών (σ.340).

Εξίσου αποκαλυπτική η δήλωσή του, κατά την υπηρεσιακή ανάκρισή του το 2005, για ένα αδικαιολόγητο φονικό: «Δεν πυροβολώ ανθρώπους με το Κοράνι στο χέρι. Θα το ήθελα, αλλά δεν το κάνω» (σ.227). Και, φυσικά, δεν υπάρχει το παραμικρό περιθώριο για τύψεις: «Εβλεπα τις οικογένειες των ανταρτών να εκδηλώνουν τον πόνο τους, να σκίζουν τα ρούχα τους, ακόμη και να πασαλείβονται οι ίδιοι με το αίμα τους. Αν τους αγαπούσατε, σκεφτόμουνα, θα ‘πρεπε να τους είχατε αποτρέψει να προσχωρήσουν στην ανταρσία. Τι νομίζατε ότι θα τους συμβεί;» (σ.311-2).


«Βιντεογκέιμ» θανάτου


Το ατομικό ξεσάλωμα συμβάδιζε με το συλλογικό. Κατά την τρίτη θητεία του Κάιλ, το 2006 στο Ραμάντι, η διμοιρία αυτοονομάστηκε «Οι Τιμωροί», με έμβλημα τη νεκροκεφαλή: «Τη βάψαμε με σπρέι στα Χάμερ και τα αλεξίσφαιρά μας, στα κράνη και σ’ όλα τα όπλα μας. Και τη βάψαμε με σπρέι σε κάθε κτίριο ή τοίχο που μπορούσαμε. Θέλαμε ο κόσμος να ξέρει πως “είμαστε εδώ και θέλουμε να σας γαμήσουμε”. Ηταν η δική μας εκδοχή ψυχολογικών επιχειρήσεων» (σ.263).

Στα περίχωρα της πόλης, μια κατάφυτη έκταση που μετονομάστηκε σε «Βιετ-Ραμ», οι «Τιμωροί» το ρίχνουν πάλι στον αυτοσχεδιασμό: «Είχαμε τόσο πολλούς στόχους εκεί πέρα, ώστε αρχίσαμε ν’ αναρωτιόμαστε τι όπλα δεν έχουμε χρησιμοποιήσει για να τους σκοτώνουμε. “Δεν έγινε ακόμη φόνος με πιστόλι; Πρέπει να κάνουμε τουλάχιστον έναν”» (σ.272). Στο ίδιο παιδαριώδες μήκος κύματος, ένας λοχαγός του μηχανοκίνητου πεζικού ζητά ως χάρη να τον καλέσουν με την πρώτη ευκαιρία «να ρίξει μια κανονιά» με το τανκ του (σ.306).

Η εκκαθάριση των χωριών ξεκινούσε με την ομηρία αμάχων και την καταστολή των αντιδράσεων: «Αμα καταλαμβάναμε κάποιο σπίτι σ’ έναν μικρό οικισμό, κρατούσαμε μέσα την οικογένεια για ασφάλεια. Οι κάτοικοι των πέριξ ήξεραν πως, αν η οικογένεια δεν είχε βγει ώς τις 9 το πρωί, υπήρχαν Αμερικανοί μέσα. Αυτό ήταν μια ανοιχτή πρόσκληση για κάθε αντάρτη της περιοχής να έρθει και να προσπαθήσει να μας σκοτώσει» (σ.280). Παρόμοια μέθοδος υιοθετήθηκε το 2008 και στα σιιτικά περίχωρα του Σαντρ Σίτι, «ώσπου όλοι οι ντόπιοι μάγκες να είναι νεκροί ή έστω μέχρι να καταλάβουν ότι το να μας επιτίθενται δεν ήταν έξυπνο. Μου προκαλούσε έκπληξη πόσους ηλίθιους πρέπει να σκοτώσεις μέχρι να το καταλάβουν» (σ.395).

Παρά την επένδυσή της με ηρωικούς τόνους, όλη αυτή η δραστηριότητα ισοδυναμούσε ουσιαστικά με μονομερή σφαγή άοπλων ή κακοεξοπλισμένων ιθαγενών από τους πάνοπλους εισβολείς. Θύματα η μονάδα του Κάιλ είχε σε μία και μοναδική συμπλοκή, στο Ραμάντι (2/8/2006). Σώθηκε με επέμβαση θωρακισμένων που «πήγαν σε στιλ Γουίντσεστερ» με «μια ασυγκράτητη βροχή από μολύβι», ισοπεδώνοντας τη συνοικία: «Το μόνο που μπορούσα να δω ήταν μαύρος καπνός και ρημαγμένα κτίρια. Μας την έστησαν κι ολόκληρη η γειτονιά τους πλήρωσε το τίμημα» (σ.324). Με παρόμοιο τρόπο τα θωρακισμένα θα τους απεγκλωβίσουν, δύο χρόνια αργότερα, κι από μια ενέδρα στον σιιτικό τομέα της Βαγδάτης: «Σαν ένα βιντεογκέιμ – άνθρωποι έπεφταν από τις ταράτσες» (σ.386).

Αυτή η τελευταία εμπειρία σημάδεψε ανεξίτηλα τον ήρωά μας. Οταν έσκασε δίπλα του μια ρουκέτα κι ένα βλήμα καρφώθηκε στο αλεξίσφαιρο γιλέκο του, δεν ήταν πια ο ίδιος: «Εκείνη η νύχτα μ’ έκανε να χεστώ πάνω μου. Τότε ήταν που συνειδητοποίησα πως δεν είμαι υπεράνθρωπος. Μπορεί να πεθάνω» (σ.386). Υστερα από αλλεπάλληλες κρίσεις ταχυπαλμίας, θα ζητήσει ο ίδιος από τους γιατρούς να τον στείλουν πίσω στην πατρίδα (σ.406-7). Σε αντίθεση με τους ντόπιους «αγρίους», ο πόλεμος γι’ αυτόν είχε πλέον τελειώσει.
…………………………………………….

Διαβάστε

Chris Kyle, «American Sniper. The Autobiography of the Most Lethal Sniper in U.S. Military History» (Ν. Υόρκη 2012, εκδ. Harper). Τα απομνημονεύματα του «πλέον θανατηφόρου ελεύθερου σκοπευτή της αμερικανικής στρατιωτικής ιστορίας», υπαγορευμένα στον συγγραφέα πολεμικών βιογραφιών και μυθιστορημάτων Τζιμ ντε Φελίσε, με τη συνδρομή του δικηγόρου Σκοτ Μακίγουαν.

…………………………………………….

Δείτε

Ράμπο. Το πρώτο αίμα (First Blood), του Τεντ Κότσεφ (1982). Ενας Αμερικανός παλαίμαχος λοκατζής, βετεράνος του Βιετνάμ, ανοίγει ιδιωτικό πόλεμο με τον αυταρχικό επαρχιακό σερίφη που τον προσέβαλε.

Ράμπο ΙΙ (Rambo. First Blood, Part II), του Τζορτζ Κοσμάτος (1985). Εθνικά ορθή συνέχεια -κι αναπροσαρμογή- της ίδιας ιστορίας. Ο ζόρικος βετεράνος στέλνεται από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση στην Ινδοκίνα για ν’ ανακαλύψει τους Αμερικανούς «αγνοούμενους» που κρατούν οι κομμουνιστές. Τα καταφέρνει στο στρατιωτικό πεδίο αλλά όχι και στο πολιτικό, λόγω της «προδοσίας» του εθνικού αυτού ζητήματος από «τους πολιτικούς».

Ράμπο ΙΙΙ (Rambo III), του Πίτερ Μακντόναλντ (1988). Χοντρική επανάληψη της ίδιας υπόθεσης, με το Αφγανιστάν στη θέση της Ινδοκίνας.

Act of Valor, των Μάικ Μακόι και Σκοτ Βο (2012). Πρόσφατη προπαγανδιστική παραγωγή του Πενταγώνου, με ηθοποιούς πραγματικούς SEAL που καταδιώκουν ανά την υφήλιο Τσετσένους ισλαμιστές και Ρώσους ναρκοεμπόρους, σώζοντας μια απαχθείσα πράκτορα της CIA και την πολιτισμένη ανθρωπότητα εν γένει.

ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΙΟΥ: Τάσος Κωστόπουλος, Αντα Ψαρρά, Δημήτρης Ψαρράς. 

Δεν υπάρχουν σχόλια :