Σάββατο 26 Μαΐου 2012

Tα χαρακώματα των Μερκολάντ και τα όρια του ΣΥΡΙΖΑ

Του Κώστα Παπουλή 

Στην Ελλάδα εφαρμόζεται ένα σαρωτικό, αντικοινωνικό, οικονομικό πρόγραμμα, περικοπής των δημόσιων δαπανών και διάλυσης του κράτους πρόνοιας, ιδιωτικοποιήσεων, απορρύθμισης της αγοράς εργασίας κ.λπ.. Το πρόγραμμα αυτό είναι η συνηθισμένη, τραγική και νεοφιλελεύθερη «συνταγή» του Δ.Ν.Τ., σε όλες τις χώρες που παρεμβαίνει. Η μεγάλη διαφορά, που το μετατρέπει σε πιο αποκρουστικό στην Ελλάδα -όπως και στην Αργεντινή- από αλλού, και απόλυτα αποτυχημένο, είναι ότι δεν υπάρχει εθνικό νόμισμα και έτσι το Δ.Ν.Τ., δεν μπορεί να κάνει και υποτίμηση, που αλλιώς θα είχε πραγματοποιήσει αμέσως. 

Η υποτίμηση, αυξάνει το προϊόν και την απασχόληση μεταφέροντας πιέσεις της οικονομίας στο εξωτερικό. Όμως εδώ, όλο το βάρος της πολιτικής της προσαρμογής, μεταφέρεται στις πλάτες του ελληνικού λαού, στους μισθούς, στο κοινωνικό κράτος και στη θάλασσα της ανεργίας, μέσω της λεγόμενης πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης. Συνολικά αυτή η πολιτική, το μόνο που κάνει είναι να βαθαίνει την ύφεση, δημιουργώντας συνθήκες ολοκληρωτικής οικονομικής και κοινωνικής καταστροφής.

Στο βαθμό που στην ευρωζώνη, το κέντρο παύει να δανείζει μαζικά την περιφέρεια και να τις καλύπτει έτσι τα εξωτερικά ελλείμματα και στο βαθμό, που δεν είναι διατεθειμένο να αντικαταστήσει τον δανεισμό (του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα), με ένα ισχυρό σύστημα μεταβιβαστικών πληρωμών από τον Βορρά προς τον Νότο, από τα παραπάνω συνάγονται τα εξής :

α) η Ελλάδα δεν είναι πειραματόζωο, αλλά της εφαρμόζονται πολιτικές που έχουν ασκηθεί σε πλήθος περιφερειακών χωρών.
β) Αυτή η πολιτική της λιτότητας και της αθλιότητας είναι ή καθολική στρατηγική του ευρώ για την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και την εξισορρόπηση των εσωτερικών και εξωτερικών ελλειμμάτων της περιφέρειας. 

Οι όροι της παραμονής στην ευρωζώνη είναι πολύ σκληροί και απαγορευτικοί, το δε μνημόνιο «ανεφάρμοστο» και οδηγεί σε οριστική χρεοκοπία. Άρα τουλάχιστον από την Γερμανία, πρέπει να είναι κατανοητό και υπολογισμένο, ή και προσχεδιασμένο, ότι «κάποιοι» από τον «Νότο», με πρώτη την Ελλάδα, ίσως θα αναγκαστούν να τα μαζέψουν και να φύγουν. γ) Αυτό που απασχολεί σήμερα την πολιτική ζωή: Από αυτές τις «συνταγές» με βάση τόσο τις συμβάσεις και συμφωνίες, αλλά και την παγκόσμια εμπειρία δεν μπορείς να παίρνεις μόνο το επιδόρπιο, δηλαδή την χρηματοδότηση, αλλά πρέπει να φας και ολόκληρο το κύριο πιάτο, δηλαδή να εφαρμόζεις το πρόγραμμα, ή τέλος πάντων οι όποιες αλλαγές να είναι σε συμφωνία με τους δανειστές. 

Από το τελευταίο σημείο καταλαβαίνουμε, ότι δεν μπορεί μια ελληνική κυβέρνηση να μην κάνει απολύσεις στο δημόσιο, και να επαναφέρει τους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα, να μην πάρει άλλα μέτρα και να μην θεωρηθεί -και να είναι ουσιαστικά- μονομερής πράξη καταγγελίας του προγράμματος και της δανειακής σύμβασης συγχρόνως.

Άρα, αν μία ελληνική κυβέρνηση δεν εφαρμόσει με δικιά της πρωτοβουλία σημαντικό τμήμα του μνημονίου, οι δανειστές έχουν στην διάθεσή τους τρία βήματα: 

Πρώτον: Αναστολή της εσωτερικής χρηματοδότησης-«οικονομική καραντίνα». 
Δεύτερον: Αναστολή της εξωτερικής χρηματοδότησης και πέρασμα της χώρας σε οριστική χρεοκοπία. 
Τρίτον: Αναστολή της χρηματοδότησης του τραπεζικού συστήματος από την Ε.Κ.Τ. και άρα ώθηση σε αναγκαστική αποχώρηση από το ευρώ. Ο τρόπος της αποχώρησης και η μετέπειτα σχέση με το ευρωπαϊκό κέντρο δεν είναι δεδομένα. 
Είναι κάτι παραπάνω από βέβαιη η πραγματοποίηση του πρώτου βήματος, «η οικονομική εσωτερική καραντίνα» και από τους ευρωπαίους «εταίρους» και από το Δ.Ν.Τ. 

Αν και το δεύτερο βήμα θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις, να μην πραγματοποιηθεί από το ευρωπαϊκό κέντρο, είναι εξαιρετικά απίθανο να μην γίνει από το Δ.Ν.Τ., που οι συσχετισμοί στο εσωτερικό του είναι διαφορετικοί και παγκόσμιοι. Άρα, η αθέτηση πληρωμών μάλλον θα συμβεί. Από εκεί και πέρα, αν και θα είναι πολύ δύσκολο για το ευρωσύστημα, να δέχεται για εγγυήσεις, «ακάλυπτες επιταγές» ενός χρεωκοπημένου κράτους, για να παρέχει ρευστότητα στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, η οποία λόγω των έκτακτων καταστάσεων θα είναι και μεγάλη, η τελική απόφαση για το τι θα συμβεί ανήκει στο Βερολίνο, αλλά και στις απαιτήσεις των αγορών. 

Δυστυχώς, μία στάση πληρωμών του ελληνικού κράτους θα έχει πλέον επιπτώσεις μόνο στις δικές του τράπεζες. Άρα η διαπραγματευτική θέση της χώρας σε αυτό το επίπεδο έχει αδυνατίσει τραγικά. Το μόνο που μένει ως διαπραγματευτικό χαρτί, είναι οι μάλλον προϋπολογισμένες επιπτώσεις της αποχώρησης, χαρτί που για να παιχτεί πρέπει να το πιστεύει και να θέλει να το παίξει μια ελληνική κυβέρνηση. Γιατί αν κάποιος φαντάζεται, ότι θα πάει στην Γερμανία χωρίς σχέδιο επόμενης μέρας για μια Ελλάδα με εθνικό νόμισμα και να την απειλήσει, πρέπει να ξέρει ότι η Γερμανία έχει εναλλακτικά σχέδια.

Ακόμη αν υποθέσουμε, ότι η αποχώρηση της Ελλάδας έχει ένα σοβαρό οικονομικό κόστος για την ευρωζώνη, θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και ποιο είναι το κόστος που θα επιβάλλουν οι αγορές στην αντίθετη περίπτωση, αν φανεί, ότι οι μονομερείς αθετήσεις πληρωμών στην περιφέρεια είναι θεμιτές. Επίσης στο υποτιθέμενο 1 τρις δολάρια που θα είναι το λεγόμενο κόστος, από την έξοδο της χώρας, το μισό περίπου θα οφείλεται στην αθέτηση των υποχρεώσεων της χώρας, υποχρεώσεις που είναι γνωστό στον ξένο παράγοντα ότι ούτως ή άλλως δεν πρόκειται να καλυφτούν. 
Για την εσπερία, κύρια για τις ΗΠΑ και για την Γαλλία, και όχι για την Γερμανία, από ότι φαίνεται, η ανησυχία -άσχετα με τις δηλώσεις- είναι περισσότερο γεωπολιτική, παρά οικονομική. Το ίδιο δείχνει από την αντίθετη πλευρά, η στάση της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας, που μέσω του αντιπροέδρους της Σ. Σβετσώφ, δηλώνει ότι «η Ελλάδα έχει ήδη σχέδιο παράλληλου νομίσματος» και περισσότερο, όταν προδιαγράφει θετική την εξέλιξη μιας αποχώρησης: «η έξοδός της θα είναι καλό παράδειγμα και για άλλες χώρες». O γεωπολιτικός παράγοντας, στην πορεία της εξέλιξης της ελληνικής κρίσης ίσως θα είναι και αυτός καθοριστικός. 

Ο αριστερός ευρωπαϊσμός, δυστυχώς καλλιέργησε και είχε (έχει;) και ο ίδιος ψευδαισθήσεις περί αλλαγής οικονομικής πολιτικής στην Ευρώπη με την εκλογή του Ολάντ. Η σοσιαλδημοκρατία και ο Ολάντ, δεν αντιτίθενται στο δημοσιονομικό σύμφωνο και στις κυρίαρχες πολιτικές. Το κράτος, δεν πρόκειται να επιστρέψει σε επεκτατικές οικονομικές πολιτικές στην Γηραιά Ήπειρο και πολύ περισσότερο στην Ελλάδα. Δεν γίνεται κουβέντα για αύξηση του προϋπολογισμού της Ε.Ε., άρα δεν θα υπάρξουν σημαντικές ενισχύσεις για τους αδύναμους. Τα ευρωομόλογα αν εξυπηρετήσουν στην επόμενη φάση, έχουν να κάνουν με την γερμανική απόφαση, να αναλάβει το ρίσκο και το κόστος που σχετίζονται με αυτήν την πράξη, ζυγίζοντας τα κέρδη και τις ζημιές από την παραμονή της Ισπανίας ή πολύ περισσότερο της Ιταλίας στο ευρώ και δεν αφορούν καθόλου την Ελλάδα.

Δεν αποκλείεται να τα δούμε ως ομόλογα συγκεκριμένων χωρών, στα οποία δεν θα συμπεριλαμβάνονται οι χώρες 2ης ταχύτητας της ζώνης του ευρώ. Το μόνο που μπορεί να γίνει για την Ελλάδα, είναι χαλάρωση της ταχύτητας καταστροφής, εξαίρεση της εθνικής συμμετοχής από τα κοινοτικά προγράμματα και κάποιες επενδύσεις μέσω ΕΤΕ, οι οποίες οι περισσότερες θα κατευθυνθούν σε ξένες εταιρίες και σε αντιπαραγωγικά έργα. 

Η Ε.Ε. και η Γερμανία έχουν κάνει μεγάλη συντηρητική στροφή σε σχέση με την δεκαετία του ’80 για πολλούς λόγους. Δεν υπάρχουν πια περιθώρια για πολιτικές τύπου Α. Παπανδρέου, ΜΟΠ, κλπ. 
Εν ολίγοις, ασπιρίνες στον καρκίνο, άρα δεν υπάρχουν ευρωπαϊκά περιθώρια για έξοδο από την κρίση στην Ελλάδα, παρά η συνεχής ισοπέδωση του λαού και της εργασίας. Δεν υπάρχει ευρωπαϊκή λύση στο ελληνικό δράμα. Συνεπώς, μια κυβέρνηση της αριστεράς με ευρωπαϊκό προσανατολισμό θα βρεθεί σε δεινή θέση. Αν δεν ΔΗΜΑΡοποιηθεί, θα οδηγηθεί τουλάχιστον σε οικονομική καραντίνα, με όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά, με ισχυρό αυτό της άμεσης αποβολής. Αν μια αριστερή κυβέρνηση δεν είναι προετοιμασμένη για σύγκρουση και έξοδο, στην καλύτερη περίπτωση θα παρακολουθεί μια οικονομική καθίζηση χωρίς να μπορεί να αντιδράσει, στο έλεος του ξένου παράγοντα, με πιθανή εξέλιξη η άτακτη χρεοκοπία να σκάσει στα χέρια της, και η αριστερά να γυρίσει στα ιστορικά ποσοστά της. 

Εδώ ακριβώς είναι τα όρια του ΣΥΡΙΖΑ. Συνειδητοποιεί άραγε από τις εξελίξεις, ότι, η γραμμή περί τεχνητού διλήμματος ευρώ ή δραχμής, δεν θα κρατήσει ίσως, ούτε μέχρι τις εκλογές; Ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ισότιμους εταίρους, αλλά με μια σκληρή καπιταλιστική-ιμπεριαλιστική ένωση. Ότι, δεν μπορεί ενώ η Γερμανία μας δείχνει ή την έξοδο ή την υποταγή, ο ελληνικός λαός να φέρεται σαν επαίτης, για την γερμανική ελεημοσύνη-«αλληλεγγύη». 

Όντως από την Ε.Ε. και το ευρώ η Ελλάδα και η περιφέρεια καταστράφηκαν και η Γερμανία ηγεμόνευσε. Όμως, αυτό δεν είναι καθαρό ούτε καν στην λαϊκή πλειοψηφία στην Ελλάδα, ακόμη και μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ σε πολλούς δεν είναι αποδεκτό. Είναι λοιπόν απίθανο να γίνει κατανοητό από τον γερμανικό λαό, σε τέτοιο μάλιστα σημείο, ώστε να θεωρεί δικαίωμα του Νότου την σημαντική και μόνιμη οικονομική ενίσχυσή του. Γιατί στην Ελλάδα δεν αρκεί μόνο η διαγραφή των χρεών, αλλά χρειάζεται και σημαντικούς πόρους για να ανασυγκροτηθεί. Γιατί όμως περιμένουμε να μας «σώσουν» οι άλλοι; Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να κατανοήσει ότι η πολιτική της Ε.Ε. και του συστήματος του ευρώ που έχει διαλύσει την χώρα, δεν είναι συγκυριακή και φυσικά μεταρρυθμίσημη; Καταλαβαίνει ότι η αιτία της ελληνικής κρίσης όπως και των υπόλοιπων PIIGS είναι το ευρώ και ότι εντός του δεν υπάρχει διέξοδος; Καταλαβαίνει πια, ότι η Ελλάδα είναι ο αδύναμος κρίκος του ευρωπαϊκού νότου και ότι οι αλλαγές στην ήπειρο δεν θα είναι συμμετρικές;

Όμως πέρα από το ζήτημα της «γραμμής», το κύριο είναι ο λαϊκός παράγοντας. Χωρίς αυτόν σε εγρήγορση, η σύγκρουση με τους εντός και τους εκτός δεν μπορεί να κερδηθεί. Αριστερή κυβέρνηση χωρίς λαϊκό κορμό δεν μπορεί να σταθεί. Χρειάζεται προσανατολισμός στο κίνημα και συμπαράταξη της αριστεράς. Φυσικά η συμπαράταξη δεν γίνεται με γενικές εκκλήσεις, αλλά με πολιτικό πρόγραμμα που δεν μπορεί φυσικά να είναι η μεταρρύθμιση του ευρώ και της Ε.Ε..
Υπάρχει ένα σημαντικό κοινωνικό-πολιτικό ρεύμα που εμφανίστηκε στις εκλογές και που σε τελική ανάλυση θα καθορίσει τις εξελίξεις. Αυτό σπρώχνει κύρια τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και τα υπόλοιπα αντιμνημονιακά κόμματα. Το πολιτικό αυτό ρεύμα βιώνει την κύρια αντίφαση που εκφράζει και ο ΣΥΡΙΖΑ. Απορρίπτει το μνημόνιο αλλά λέει ναι και στο ευρώ ή τέλος πάντων μέχρι κάποιο θολό σημείο. Λέει όχι στις θυσίες που απαιτεί η συμμετοχή στην ΟΝΕ, αλλά να μην αποχωρήσουμε από αυτήν. Το σύστημα κατανοεί την αντίφαση και έτσι κεντρικό του πολιτικό πρόγραμμα γίνεται ο φόβος της εξόδου. Το πολιτικό λοιπόν κλειδί ανοίγει ανάποδα. Πρέπει να σπάσει ο φόβος της «δραχμής». 

Ουδείς μπορεί να προδιαγράψει, σε ποιά φάση, το ρεύμα αυτό θα πάρει καθαρά χαρακτηριστικά ρήξης με το ευρώ και την Ε.Ε., αν και φαίνεται να τα λαμβάνει ταχύτατα. Ούτε μπορούμε να πούμε μέχρι ποιο σημείο μπορεί να σπρώξει τον ΣΥΡΙΖΑ. Όμως καθήκον της αριστεράς, είναι από την μια να συμβάλλει στην οργάνωση του με όρους παλλαϊκού κινήματος και από την άλλη να αποδείξει σε αυτό το ρεύμα, ότι αν η ΕΔΑ είχε μια φορά δίκιο, λέγοντας ότι «η ΕΟΚ ήταν ο λάκκος των λεόντων», είναι δύο φορές σωστό, ότι η ΟΝΕ και το ευρώ είναι μια πισίνα από καρχαρίες που δεν μεταμορφώνεται με μαγικό τρόπο σε μια λίμνη από δελφίνια, και τέλος, ότι υπάρχει ρεαλιστικό, αν και μέσα από δυσκολίες και αύριο και όνειρο.
Πηγή:tometopo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια :